Nouveau

Νέες όψεις της ριζοσπαστικής Δεξιάς

Par Jean-Yves Camus

Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, η πολιτική επιστήμη όριζε την «άκρα Δεξιά» διαφορετικά από τη συντηρητική και τη φιλελεύθερη Δεξιά, στη βάση διάφορων θεμελιωδών σημείων, αν και οι ορισμοί διέφεραν ανάλογα με το συγγραφέα. Η προσκόλληση της παραδοσιακής Δεξιάς σε μια απόλυτα περιεκτική αντίληψη για το έθνος και, κατά συνέπεια, σε μια συμβατική εκδοχή της εθνικής ταυτότητας ήταν, όπως φαίνεται, το μη διαπραγματεύσιμο στοιχείο που εμπόδιζε την πλήρη ενοποίηση της Δεξιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα είχε βάλει τέλος στον εξοβελισμό, από το 1945 και εξής, κάθε ιδεολογίας ή πολιτικού σχηματισμού που ήταν ύποπτοι ότι έβλεπαν με ευαρέσκεια το ρατσισμό και την ξενοφοβία, για να μην αναφέρουμε τον αντισημιτισμό. Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν αρκετοί πολιτικοί σχηματισμοί που φανέρωναν την ύπαρξη υβριδικών λαϊκιστικών και ξενοφοβικών δεξιών κινημάτων, που σε διάφορες ιστορικές περιόδους κάλυπταν ανάγκες των κυβερνήσεων, κινημάτων που καταλάμβαναν το χώρο από την ολική αντίθεση με το «σύστημα» μέχρι τη συμμετοχή σε αυτό μέσω σημαντικών εκλογικών νικών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιδεολογική μεταμόρφωση του ελβετικού αγροτικού κόμματος, της Δημοκρατικής Ένωσης Κέντρου (UDC)· η απότομη άνοδος του αυστριακού Κόμματος της Ελευθερίας (FPÖ) υπό την ηγεσία του Γεργκ Χάιντερ· η σταθερή συμμετοχή της Λίγκας του Βορρά (LegaNord) στις κυβερνήσεις του Μπερλουσκόνι· ο ρόλος που έπαιξε το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (Folkeparti) στην πολιτική ζωή της χώρας· και τέλος, ο σύντομος πάταγος που έκανε η Λίστα του Πιμ Φορτούιν στο πολιτικό τοπίο της Ολλανδίας.

Ενώ το παραδοσιακό αντιφασιστικό κίνημα συνέχιζε να καιροφυλακτεί για την ανάδυση του ξενόφοβου λαϊκισμού στο πνεύμα των δεκαετιών του 1930 και του 1940, η Δεξιά στην Ευρώπη αναθεωρούσε το πολιτικό της πρόγραμμα. Τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια συνειδητοποίησαν ότι θα έμεναν στο περιθώριο αν δεν έκαναν κάποιες τουλάχιστον παραχωρήσεις στο δημοκρατικό τρόπο λειτουργίας.

Ακροδεξιά πραξικοπήματα δεν γίνονται πια, η υποψία για φασισμό οδηγεί σε εξοστρακισμό και ο νεοναζισμός είναι μια περιθωριακή αντικουλτούρα χωρίς πολιτικό μέλλον. Η ανάγκη να τραβήξουν ψηφοφόρους από τα εθνικιστικά-λαϊκιστικά κόμματα, καθώς και διάφοροι θεμελιώδεις μετασχηματισμοί έχουν οδηγήσει τις δεξιές κυβερνήσεις σε μια πρωτοφανή ιδεολογική επίθεση, που βασίζεται στην υποστήριξη τριών αξιών: του νόμου και της τάξης, της αντιμετανάστευσης και μιας περιοριστικής αντίληψης για την εθνική ταυτότητα.

Μια νέα σύνθεση

Τι συμβαίνει στα άκρα δεξιά της πολιτικής αρένας; Έχει δημιουργηθεί ένα νέο υποσύνολο πολιτικών οικογενειών, που αποτελείται από δεξιούς λαϊκιστές και ριζοσπάστες ξενοφοβικούς. Ορισμένες αποτελούνται από δεξιούς που έχουν αποσχιστεί από φιλελεύθερα ή συντηρητικά κόμματα (ο Βίλντερς προέρχεται από το Φιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) και η πολιτική του πορεία θυμίζει εκείνη του Φιλίπ ντε Βιλιέ στη Γαλλία)· ορισμένες αποτελούν εδραιωμένους σχηματισμούς που ριζοσπαστικοποιήθηκαν (όπως το ελβετικό Λαϊκό Κόμμα [UDC] υπό την ηγεσία του Κρίστοφ Μπλόχερ)· και μερικές φορές πρόκειται για νέους παίκτες, όπως η Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η αυστηρή κριτική για την απομάκρυνση των ελίτ από το λαό, κάτι που οδηγεί στην αντίθεση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που έχει χάσει το δρόμο της, και στην υποστήριξη μιας άμεσης δημοκρατίας που θα επιτρέπει τη διακυβέρνηση στη βάση των φωνών που θα προέρχονται από τη «λαϊκή κοινή λογική». Κοινός είναι επίσης ο διαχωρισμός που κάνουν ανάμεσα σε μια ψευδή Δεξιά, που έχει διαποτιστεί από τον πολιτισμικό σχετικισμό, την ανεκτικότητα και την «πολιτική ορθότητα», και σε μια Δεξιά που δεν έχει κανένα κόμπλεξ, είναι ιδεολογικά επιθετική και υποστηρίζει μια μορφή εθνικής ταυτότητας, η οποία απομακρύνεται ριζικά από την παράδοση του κοινωνικού συμβολαίου.

Στην καρδιά της συζήτησης βρίσκεται μια κριτική προσέγγιση του πολυπολιτισμού, που αποτελεί ένα έξυπνο προκάλυμμα και μπορεί να εμφανίζεται ως θεμιτή. Είναι εύκολο, για παράδειγμα, να καταλάβουμε ότι ο Ουμπέρτο Μπόσι δεν χρειάζεται να ασπάζεται τις παραδοσιακές αξίες της Δεξιάς ή να καταδεικνύει το ισλάμ (όχι τον ισλαμικό φονταμενταλισμό) ως επεκτατική δύναμη, ως έναν από τους παράγοντες διάλυσης της εθνικής ταυτότητας και ως απολυταρχική ιδεολογία που είναι ανίκανη να προσαρμοστεί στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Κάτω από την ομπρέλα της άκρας Δεξιάς, με τη δύναμη αποκλεισμού που έχει, τα κινήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν πιο προσεκτικά για να εντοπιστούν οι σημαντικές καινοτομίες στις απόψεις και τη στράτευση αυτής της υποομάδας της Δεξιάς στην Ευρώπη.

Το πρώτο βήμα αυτού του εκσυγχρονισμού είναι αναμφίβολα η κατασκευή ενός πολιτικού προγράμματος αποκλεισμού, βασισμένου στις αξίες της συμπερίληψης που υποστηρίζουν συνήθως η Αριστερά και η μετριοπαθής Δεξιά. Η αντιισλαμική ατζέντα του Φορτούιν και του Βίλντερς έχει θεμελιωθεί στην ανάγκη των ευρωπαϊκών κοινωνιών να διατηρήσουν τις αξίες της ανοχής, της ισότητας των φύλων (ακόμα και της σεξουαλικής ελευθερίας), του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους, ως παράγοντες προαγωγής της ατομικής και της επιχειρηματικής ελευθερίας, καθώς και της ελευθερίας της συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια, τα κόμματα αυτά, καθώς και πολλοί άλλοι σχηματισμοί αυτής της χωρίς αναστολές Δεξιάς, ιδίως στη Γαλλία και την Ιταλία, κάνουν εκλογικές επιδρομές σε λαϊκά τμήματα της κοινωνίας, που παλιότερα ανήκαν στην Αριστερά, επαναφέροντας απαιτήσεις για αυστηρότητα, νόμο και τάξη, εργασία και αξιοκρατία, που δεν αποτελούν θεμελιώδεις αξίες της αντιδραστικής Δεξιάς, αλλά αναπόσπαστο τμήμα μιας εργατικής ή, τουλάχιστον, λαϊκής κουλτούρας, με συντηρητικές, αυταρχικές και συχνά εθνοκεντρικές τάσεις.

Μια νέα ταυτότητα

Η δεύτερη καινοτομία συνίσταται στην παρουσίαση του οράματος μιας εθνικής ταυτότητας ριζικά διαφορετικής από εκείνη που πρότεινε η φιλελεύθερη-συντηρητική παράδοση, που βασιζόταν στις αρχές του 1789 ή στην έννοια της ιδιότητας του πολίτη που αποκτάται μέσω μιας σύμβασης, με βάση την επιθυμία για οικουμενικές αξίες. Στα πολιτικά σχήματα λαϊκιστικού τύπου της Σκανδιναβίας, στο ελβετικό UDC του Όσκαρ Φρέισινγκερ ή στην περίπτωση του Ουμπέρτο Μπόσι και της «νεανικής φρουράς» του, που αποτελείται από επίλεκτα μέλη της Λίγκας, η ταυτότητα στηρίζεται στο έθνος, τη Heimat, την πατρίδα: στην ουσία είναι αναλλοίωτη, σταθερή στο χώρο, την ιστορία και την παράδοση. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο για συνθετικά μοντέλα, όπως το δημοκρατικό έθνος, η ομοσπονδιακή Ευρώπη της ελεύθερης μετακίνησης, η παγκόσμια οικονομία ή η παγκόσμια κυβέρνηση. Συχνά αυτό το μοντέλο περιγράφεται ως «εθνο-διαφοροποιητικό» και αναδιατυπώνει πολιτικά τις ιδέες της Νέας Δεξιάς, που διαφέρουν ριζικά ως προς την κοσμοαντίληψη και την κλασική συναινετική ιδέα μιας εθνικής ταυτότητας βασισμένης στην αφομοίωση των αξιών της πλειοψηφίας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μισή αλήθεια.

Τα κόμματα που αναφέραμε παραπάνω, καθώς και κάποια μικρότερης σημασίας (Plataforma per Catalunya, Bloc Identitaire) προτάσσουν την ομοιογένεια των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη επικράτεια, ενώ ο Αλέν ντε Μπενουά, ένας από τους ιδρυτές της Νέας Δεξιάς και του GRECE, της γαλλικής ακροδεξιάς «δεξαμενής σκέψης», επιμένει ότι «η εθνοπολιτισμική ταυτότητα των διαφορετικών κοινοτήτων που ζουν σήμερα στη Γαλλία δεν πρέπει να καταπιέζεται στο ιδιωτικό πεδίο προκειμένου να μπορεί να ανταμειφθεί στη δημόσια σφαίρα»[i]. Η συζήτηση αυτή δεν αφορά φήμες και δεν περιορίζεται στην εξωκοινοβουλευτική ή τη ριζοσπαστική Δεξιά. Τα επόμενα χρόνια, οι ομάδες της Δεξιάς που βρίσκονται στην κυβέρνηση θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα σε σχέση με τον τρόπο που θα ορίζουν την εθνική ταυτότητα.

Είτε θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται ανοιχτά την ιδιότητα του πολίτη, κάτι που δεν θα τους επιτρέψει να προσεταιριστούν ψηφοφόρους των εθνικιστικών-λαϊκιστικών κομμάτων όπως το Εθνικό Μέτωπο (FN), είτε θα επιλέξουν ως προτεραιότητα αυτούς τους ψηφοφόρους και η τοποθέτησή τους στο ζήτημα του έθνους θα γίνει «ταυτοτική». Το παλιό εθνικό-δημοκρατικό μοντέλο «της γης και των νεκρών», της εξύμνησης του εθνικού κράτους και της ιδιότητας του πολίτη στη βάση ιστορικά κοινών αξιών, θα γίνει αναμφίβολα λιγότερο ελκυστικό από εκείνο μιας εθνοπολιτισμικής ταυτότητας που θα μπορεί να συναρθρώσει τοπικές, περιφερειακές και εθνικές ρίζες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς, που δεν θα είναι αυτό μιας «Ευρώπης που λειτουργεί», ούτε μιας «θεσμικής Ευρώπης». Στην περίπτωση της Γαλλίας, αυτό σημαίνει ότι η σημερινή πολιτική, που εφαρμόζει έναν όλο και πιο περιοριστικό ορισμό του ανήκειν στην εθνική κοινότητα, αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με αυτή την πραγματικότητα: Για τους τακτικούς ψηφοφόρους του Εθνικού Μετώπου, και ιδίως για τους πιο σκληροπυρηνικούς, η γαλλική ταυτότητα μπορεί να αποκτηθεί μόνο από άτομα ευρωπαϊκής εθνοτικής καταγωγής, με δεδομένο ένα σύστημα ρωμαιοκαθολικών αξιών ως πολιτισμικό κανόνα. Όλες οι προσπάεθιες της Δεξιάς –τουλάχιστον στα λόγια– να κυνηγήσει ψήφους στα εδάφη του Εθνικού Μετώπου προορίζονται μάλλον να αποτύχουν, επειδή η εστίαση στην έννοια της εθνικής ταυτότητας προϋποθέτει τη συνοχή ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα ταυτότητας, από τα πιο κοντινά (την επαρχία, την περιφέρεια, την «περιοχή») μέχρι τα πιο απόμακρα (τον ευρωπαϊκό πολιτισμό), περνώντας μέσα από το έθνος. Στη βάση αυτή, οι «ταυτοτικές» δεξιές ομάδες έχουν το προβάδισμα: Θα είναι πάντα ευκολότερο να καταλάβει κανείς το «μια γη, ένας λαός» παρά τη «διαφορετικότητα» που προάγουν οι γαλλικές ελίτ προβάλλοντας τη νομικά ανύπαρκτη έννοια του «Γάλλου ξενικής καταγωγής»[ii].

Ιεραρχικός ρατσισμός

Η τελευταία καινοτομία αυτών των «ταυτοτικών» ομάδων της Δεξιάς είναι η απομάκρυνσή τους από ορισμένες δομικές αδυναμίες της παραδοσιακής άκρας Δεξιάς, όπως η εστίαση σε μια χαρισματική προσωπικότητα, η σημασία του «χάσματος των γενεών» και η ακραία προσωποποίηση της πολιτικής διαχείρισης. Το ζήτημα της χαρισματικότητας είναι ουσιώδες για να κατανοήσουμε την επιτυχία του Ζαν-Μαρί Λεπέν και του Γεργκ Χάιντερ. Έχει παίξει πολύ μικρότερο ρόλο στην περίπτωση της Λίγκας του Βορρά, του νορβηγικού Κόμματος της Προόδου (Fremskrittspartiet) και του δανικού Λαϊκού Κόμματος (Folkeparti), που έχουν καταφέρει είτε να αναπληρώσουν τις ελλείψεις των ηγετών τους διασφαλίζοντας την εναλλαγή γενεών στα στελέχη του πυρήνα τους και στους εκλεγμένους τους αντιπροσώπους, επιτρέποντας επίσης την ανάδυση όχι μίας αλλά πολλών εμβληματικών προσωπικοτήτων (Λίγκα του Βορρά, UDC).

Αυτό ακριβώς έκανε η Εθνική Συμμαχία στην Ιταλία, μετά το μετασχηματισμό της από νεοφασιστικό κόμμα σε συντηρητικό σχήμα με δημοκρατικό και πλουραλιστικό χαρακτήρα. Ο χαρισματικός ηγέτης συχνά απουσιάζει ή έχει μικρή παρουσία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Σιβ Γιένσεν και της Πία Κιέρσγκορ στη Σκανδιναβία, που εκπροσωπούν απλώς τη βασική τάση της οργάνωσής τους, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ την προσωπική τους αύρα. Τα δύο τελευταία παραδείγματα μαρτυρούν επίσης ότι και οι γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων αυτής της πολιτικής οικογένειας, μια καινοτομία που επιβεβαιώνεται και από την επιτυχία της Κριστίνα Μορβάι, που είναι αρχηγός στο Κίνημα για μια Καλύτερη Ουγγαρία (Jobbik), από το σημαντικό ρόλο της Φλερ Αγκεμά στην ηγεσία του ολλανδικού Κόμματος της Ελευθερίας (PVV) και, τώρα πια, από την παρουσία της Μαρίν Λεπέν στο τιμόνι του Εθνικού Μετώπου.

>Το μέλλον των πολιτικών θεματικών που θα βασίζονται στην ταυτότητα είναι μέρος μιας ευρύτερης κίνησης που, στη δεκαετία του 1970, οδήγησε στην εμφάνιση του εθνοπλουραλισμού, για τον οποίο ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ έχει δείξει ότι είναι υποκατάστατο του ιεραρχικού ρατσισμού. Όπως αναδιατυπώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, στα συμφραζόμενα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» και του χαρακτηρισμού του Ισλάμ ως κύριου εχθρού των λαών της Ευρώπης, η θεωρία της ταυτότητας φαίνεται να επιτρέπει στην άκρα Δεξιά να εισέλθει σταδιακά στην «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στα δεξιά κόμματα εξουσίας και το ριζοσπαστικό λαϊκισμό. Η σχετική της επιτυχία στις σφυγμομετρήσεις, εκτός του ότι αναγκάζει τη συντηρητική Δεξιά να αναδιατυπώσει το δόγμα της περί εθνικής ταυτότητας ώστε να το κάνει πιο αιχμηρό, δείχνει ότι το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην εθνοπολιτισμική ταυτότητα και το έθνος θα είναι μία από τις μεγάλες διανοητικές και πολιτικές διαμάχες των επόμενων ετών.

Φ

[i] A. de Benoist/Charles Champetier: 2000 Manifesto of the New Right. Eléments No. 94, February 1999. Στη δεκαετία του 1980, το GRECE γνώρισε κάποιες διαμάχες στο εσωτερικό του σχετικά με αυτό τον ορισμό της ιδεολογίας της ταυτότητας. Η κοινοτιστική αντίληψη του Αλέν ντε Μπενουά έρχεται σε αντίθεση με εκείνη του Πιερ Βιάλ: αυτή του «τέλους του λευκού κόσμου» που περιγραφει ο Ζαν Ρασπέ, το 1973, στο μυθιστόρημά του Le Camp des Saints.

[ii] Που το πιο εθνοκεντρικό τμήμα του εκλογικού σώματος την καταλαβαίνει διαισθητικά ως «μη ευρωπαϊκής (και μη χριστιανικής) καταγωγής.